σώτρο

σώτρο
το / σῶτρον, ΝΑ
η στεφάνη τροχού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σῶ-τρον (με επίθημα -τρον, δηλωτικό οργάνου, πρβλ. φίμωτρον) έχει σχηματιστεί από τη ρ. *kyew- τού ρ. σεύομαι «τίθεμαι σε γρήγορη κίνηση, τινάζομαι» με μακρό φωνηεντισμό -ō-, λόγω τού ότι η στεφάνη είναι το τμήμα τού τροχού που προκαλεί την αναπήδηση του (βλ. και λ. σεύω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επίσωτρο — το (Α ἐπίσωτρον) το ελαστικό τού τροχού ενός οχήματος (αυτοκινήτου, ποδηλάτου κ.λπ.) ή η σιδερένια στεφάνη τού τροχού σιδηροδρομικού οχήματος, κάρου, άμαξας κ.λπ. που περιβάλλει το σώτρο* (ζάντα) αρχ. η μεταλλική στεφάνη τού τροχού γύρω από το… …   Dictionary of Greek

  • πλήμνη — η, ΝΜΑ νεοελλ. 1. (αυτοκ.) το κέντρο τού τροχού, από το οποίο περνά ο άξονας και πάνω στο οποίο στηρίζεται το σώτρο, η ζάντα, ή οι ακτίνες, κν. ταμπούρο 2. ναυτ. ορειχάλκινος ή δερμάτινος δακτύλιος ο οποίος προσαρμόζεται στο τρήμα μιας τροχαλίας… …   Dictionary of Greek

  • τροχαλία — Απλή μηχανή η οποία αποτελείται από ένα δίσκο, που στρέφεται γύρω από έναν άξονα ο οποίος διέρχεται από το κέντρο του. Στην εξωτερική περιφέρεια της τ. υπάρχει αύλακα, στην οποία προσαρμόζεται το σχοινί ή γενικά ένα όργανο έλξης. Η τ. χρησιμεύει… …   Dictionary of Greek

  • επίσωτρο — το το μετάλλινο (ή από άλλο υλικό) στεφάνι που περιβάλλει το σώτρο του τροχού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”