- σώτρο
- το / σῶτρον, ΝΑη στεφάνη τροχού.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σῶ-τρον (με επίθημα -τρον, δηλωτικό οργάνου, πρβλ. φίμωτρον) έχει σχηματιστεί από τη ρ. *kyew- τού ρ. σεύομαι «τίθεμαι σε γρήγορη κίνηση, τινάζομαι» με μακρό φωνηεντισμό -ō-, λόγω τού ότι η στεφάνη είναι το τμήμα τού τροχού που προκαλεί την αναπήδηση του (βλ. και λ. σεύω)].
Dictionary of Greek. 2013.